Αν υπήρχε κάτι σαν «κλίμακα αντιπάθειας», ο Ρούντι Φερνάντεθ θα έσπαγε πιθανότατα τα κοντέρ για το ελληνικό κοινό. Έχουμε την τάση ως λαός να διχαζόμαστε, αλλά εδώ υπάρχει σχεδόν καθολική σύμπνοια. Αυτό ήταν λοιπόν; Βρήκαμε τον μπασκετικό «εχθρό του έθνους»; Και ναι και όχι. Γιατί υπάρχει ανταγωνισμός. Ακούει στο όνομα Ντένις Σρέντερ…
Η πηγή του «κακού», το βάπτισμα του πυρός στην κατηγορία «haters» χρονολογείται το 2022. Στον προημιτελικό του Eurobasket εκείνης της χρονιάς ανάμεσα στην Εθνική μας και στη Γερμανία. Για τους φαν της «Γαλανόλευκης», αυτός ήταν ο υπαίτιος, αποκλειστικά. Επειδή ένωσε ειρωνεία, εριστική συμπεριφορά και θεατρινισμούς. Μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως ο Γερμανός γκαρντ είχε κάνει πάρτι κόντρα στην παρέα του Γιάννη Αντετοκούνμπο, πετυχαίνοντας 26 πόντους και εκτελώντας μας με διαδοχικά τρίποντα. Αλλά δεν είχε ολοκληρώσει εκείνο το παιχνίδι, καθώς είχε αποβληθεί με δύο τεχνικές ποινές επειδή αντέδρασε στα υβριστικά συνθήματα της εξέδρας – εξήγησε μετά πως δεν μπόρεσε να ανεχτεί ότι τα έβαλαν με τη μητέρα του και ότι του ήταν αδύνατον να το αφήσει να περάσει έτσι.
Με τα χρόνια να έχουν περάσει, τα πνεύματα να έχουν ηρεμήσει, μπορούμε να είμαστε επιτέλους ειλικρινείς, με τον εαυτό μας: Περισσότερο από όλα μας πείραξε το γεγονός πως μας… είχε. Έπαιξε με το μυαλό μας, με τη ψυχολογία μας ως έθνος που είναι συχνά επηρεαζόμενη από το «δεν ξέρουμε να χάνουμε». Και τους Γερμανούς τους έχουμε άχτι (μπασκετικά). Από εκεί που κάποτε τους νικούσαμε παντού και πάντα, βρεθήκαμε να είμαστε εμείς οι «υπό», μας ξεπέρασαν σε όλα τα επίπεδα. Μας πείραξε, μας ενόχλησε. Δεν το διαχειριστήκαμε σωστά. Αναζητήσαμε συνεπώς εξιλαστήρια θύματα.
Ο Ντένις Σρέντερ είναι έντονη προσωπικότητα, αλλά δεν είναι «εμπρηστικός» (όπως ήταν ο Ρούντι). Το στιλ του παρεξηγείται ενίοτε, δεν θα έπρεπε. Μιλάμε για έναν παίκτη – σκυλί στην άμυνα, που δεν κάνει «παπατζιλίκια». Απλά παίζει με ένταση, δεν χαρίζει το παραμικρό στον αντίπαλο, δεν χαλαρώνει στιγμή. Κι αυτό ενοχλεί τους απέναντι.
Ο τύπος, κι αυτό είναι όλη η ουσία, είναι παιχταράς. Έχοντας καταγράψει 12ετή σερί καριέρα στο ΝΒΑ και σε δύσκολη μάλιστα θέση. Χτυπάει στο μάτι με τη μία όταν κοιτάζει κανείς το βιογραφικό του το ότι έχει παίξει σε πάρα πολλές ομάδες στην Αμερική. Εννιά τις βγάζει η καταμέτρηση, οι 3 τελευταίες μάλιστα τη σεζόν που μόλις τελείωσε: Ατλάντα Χοκς, Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ, Λος Άντζελες Λέικερς (δις), Μπόστον Σέλτικς, Χιούστον Ρόκετς, Τορόντο Ράπτορς, Μπρούκλιν Νετς, Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς και Ντιτρόιτ Πίστονς. Αυτό το συνεχές «πέρα-δώθε» όμως δεν σημαίνει πως είναι δύσκολος χαρακτήρας ή γίνεται ανεπιθύμητος. Ναι, έχει παίξει σε πολλές ομάδες. Αλλά είχε ρόλο σε όλες τους, δεν ήταν δηλαδή ποτέ παγκίτης. Και κυρίως, υπήρξε σταθερά και πάντα ένα καλό asset για ανταλλαγές. Επίσης, συνήθως κατέληγε σε σύνολα σε φάση rebuilding και κάπου χανόταν το νόημα.
Ίσως τελικά, κοιτώντας το αναδρομικά, να έκανε το μεγαλύτερο λάθος του, το 2021. Όταν οι Λος Άντζελες Λέικερς του πρόσφεραν 4ετή ανανέωση συμβολαίου αντί 84 εκατ. δολαρίων. Αρνήθηκε και με τα πολλά, υπέγραψε μονοετές, με τους Μπόστον Σέλτικς αντί «μόλις» 5,9 εκατ.. Ξαναγύρισε αργότερα στο L.A., αλλά είναι ένα ερώτημα αν έχασε τότε την ευκαιρία να «ριζώσει» κάπου.
Είναι, πάντως, free spirit και λάτρης της περιπέτειας ο Ντένις Σρέντερ. Τα σενάρια της εποχής μάλιστα, τον εμφανίζουν να είναι κοντά στο να δοκιμάσει και σε 10η ομάδα στο ΝΒΑ. Τον θέλουν οι Σακραμένο Κινγκς. Δεδομένα ένας τέτοιος free agent είναι περιζήτητος. Παρότι στο Ντιτρόιτ, όπου τελείωσε τη σεζόν με μέσο όρο 10,8 πόντους, 2,6 ριμπάουντ, 5,2 ασίστ και 0,5 κλέψιμο σε 28 αγώνες, μοιάζει να έχει και προοπτική, και εγγυημένο ενεργό ρόλο. Σύντομα θα ξέρουμε τι θα κάνει. Το βέβαιο είναι πως στα 31 του, έχει μπροστά του αρκετά καλά χρόνια (ο ίδιος έχει πει πως θα ήθελε να συνεχίσει να παίζει μέχρι και τα 40) και με τον επαγγελματισμό – νοοτροπία που τον χαρακτηρίζει, τίποτα δεν δείχνει πως θα σταματήσει να βρίσκεται προσεχώς στο τοπ επίπεδο.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακά τα αγωνιστικά προσόντα του Ντένις Σρέντερ, που λόγω και καταγωγής (η μητέρα του είναι από την Γκάμπια), η αθλητικότητα ρέει στο αίμα του. Από τότε που έκανε το ξεπέταγμα με τους Χοκς, ειδικά στην 4η σεζόν του εκεί όταν και έφτασε να έχει 18 πόντους μέσο όρο. Αργότερα, στην Οκλαχόμα, κάπου μπερδεύτηκε ως προς το τι έπρεπε να κάνει στο παρκέ έχοντας δίπλα του το δίδυμο Γουέστμπρουκ – Πολ Τζορτζ, αλλά συνέχισε τις υψηλές πτήσεις. Εν συνεχεία εξελίχθηκε σε «γυρολόγο» (αν και τον αδικεί η αρνητική χροιά που έχει η λέξη), χωρίς ποτέ όμως να ξεπέσει ως status.
Θα έχει πάντα, ως το απόλυτο career high, το Μουντομπάσκετ του 2023. Στα γήπεδα της Ασίας (Φιλιππίνες, Ιαπωνία, Ινδονησία), η διαδρομή της Γερμανίας, που την προηγούμενη χρονιά είχε πάρει το χάλκινο μετάλλιο στο δικό της Eurobasket, υπήρξε παραμυθένια. Εκεί που λίγο έλειψε να αποκλειστεί από τη Λετονία στα προημιτελικά, πήγε αμέσως μετά και έκανε το μέγα μπαμ, αποκλείοντας τις ΗΠΑ στον ημιτελικό (113-111). Με τη ψυχολογία στο Θεό, υπέταξε στον τελικό και τους Σέρβους (83-77) κατακτώντας την κορυφή του κόσμου και βιώνοντας τη μέγιστη δυνατή επιβράβευση για το πόσο καλά ενσάρκωσε ως ομάδα το «ένας για όλοι και όλοι για έναν». Με πρώτο μεταξύ αρίστων και MVP του τουρνουά τον Ντένις Σρέντερ: 19,1 πόντοι και 6,1 ασίστ ανά παιχνίδι, μεγαλειώδες το σόου των 28 πόντων στον τελικό.
Την επόμενη χρονιά, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, να σου ξανά στο δρόμο μας. Στα προημιτελικά. Η καθαρή νίκη της Γερμανίας (76-63) μας άφησε εκτός μεταλλίων, αλλά η διαφορά ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν είχαμε περιθώρια να ρίξουμε το φταίξιμο σε κάποιον συγκεκριμένα. Ίσως μάλιστα να καταλάβαμε πόσο είχαμε παρεξηγήσει τον 31χρονο γκαρντ. Δεν υπάρχει άλλωστε τίποτα πάνω του να μισήσεις. Μόνο ίσως το ότι λέει ανοιχτά αυτό που σκέφτεται, χωρίς να τον νοιάζει να γίνει αρεστός γιατί βάζει πάνω από όλα την (όποια) ομάδα του.